ὀδαξησμός

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδαξησμός Medium diacritics: ὀδαξησμός Low diacritics: οδαξησμός Capitals: ΟΔΑΞΗΣΜΟΣ
Transliteration A: odaxēsmós Transliteration B: odaxēsmos Transliteration C: odaksismos Beta Code: o)dachsmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὀδαγμός, Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu. 2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt -ισμός.)

German (Pape)

[Seite 291] ὁ, = ὀδαγμός, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδαξησμός: ὁ, = ὀδαγμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, cuisson.
Étymologie: ὀδαξάω.

Greek Monolingual

ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός)
νεοελλ.
ιατρ. ερεθισμός του δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη
αρχ.
κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «αισθάνομαι κνησμό», κατά τα ουσ. σε -(ι)σμός από ρ. σε -ίζω (πρβλ. ναυαγ-ησμός)].