τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
οἰκοφθόρος, ὁ (Α)
ως επίθ.
1. αυτός που κατασπαταλά την οικιακή περιουσία, άσωτος
2. μοιχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. κοσμο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.