οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
η
αποθήκη κρασιού, κάβα, χώρος κτηρίου ή κτήριο για αποθήκευση κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο].