οἰκομαχία

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκομᾰχία Medium diacritics: οἰκομαχία Low diacritics: οικομαχία Capitals: ΟΙΚΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: oikomachía Transliteration B: oikomachia Transliteration C: oikomachia Beta Code: oi)komaxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A domestic conflict, Heph. Astr.2.34.

Greek Monolingual

οἰκομαχία, ἡ (Α)
οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ναυ-μαχία].