οἰνοφόρος

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοφόρος Medium diacritics: οἰνοφόρος Low diacritics: οινοφόρος Capitals: ΟΙΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: oinophóros Transliteration B: oinophoros Transliteration C: oinoforos Beta Code: oi)nofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A holding wine, κύλιξ Critias6.2 D. ; δέρμα PLond. 2.402v.22 (ii B. C.); σκεύη Hdn.8.4.4.    II Subst. οἰνο-φόρον (sc. σκεῦος or ἀγγεῖον), τό, wine-jar, Poll.6.14 : oenophorus Probusin Gramm.Lat.4.211 K. (gender indeterminate in Hor.Sat.1.6.109, etc.).    III wine-producing, βότρυς Archestr.Fr.36.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, περιέχων οἶνον, κύλιξ Κριτίας 2. 2˙ οἰνοφόρον (ἐξυπακ. σκεῦοςἀγγεῖον), ἀγγεῖον ἔχον οἶνον, Ἡρῳδιαν. 8. 4, 9, Πολυδ. Ϛ΄, 14˙ οἰνοφορεῖον ἢ -φόριον ἐν Γλωσσ., oenophorus παρ’ Ὁρατίῳ. ΙΙ. ὁ παράγων οἶνον, βότρυς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C κώμη Συλλ. Ἐπιγρ. 9612.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit du vin;
2 qui contient du vin.
Étymologie: οἶνος, φέρω.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (Α οἰνοφόρος, -ον)
1. αυτός που περιέχει οίνο («οἰνοφόρος κύλιξ», Κριτί.)
2. αυτός που παράγει οίνο, οινοπαραγωγός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰνοφόρον (ενν. σκεύος ή αγγείον)
σκεύος για μεταφορά κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -φόρος].