ολάκερος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
-η, -ο
αυτός που δεν του λείπει τίποτε, ολόκληρος, ακέραιος.
επίρρ...
ολάκερα
χωρίς ελλείψεις, ακέραια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ακέραιος, κατά το σχήμα καθάριος: ολοκάθαρος, όρθιος: ολόρθος. Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < ολόκληρος με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -λ-].