ὁλάργυρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A of solid silver, Ptol.Euerg.9 J., Callix.2 ; νόμισμα Ph.2.276.
German (Pape)
[Seite 318] ganz silbern, τράπεζα, Ath. V, 199 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλος ἐξ ἀργύρου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199C.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλάργυρος, -ον, Α και ὁλοάργυρος, -ον)
αυτός που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ἄργυρος].