ολοκληρωτικός

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στην ολοκλήρωση
2. συνολικός, πλήρης τελειωτικός («ολοκληρωτική καταστροφή»)
3. μαθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαθηματική ολοκλήρωση ή στο μαθηματικό ολοκλήρωμαολοκληρωτικός λογισμός» — κλάδος τών ανώτερων μαθηματικών ο οποίος μαζί με τον διαφορικό λογισμό αποτελεί τον απειροστικό λογισμό)
4. φρ. α) «ολοκληρωτικό καθεστώς» — ο ολοκληρωτισμός
β) «ολοκληρωτική διάταξη»
κυβερν. μηχανική, υδραυλική, ηλεκτρική ή ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει ένα μέγεθος εισόδου σε μέγεθος εξόδου ανάλογο προς το ολοκλήρωμα του μεγέθους εισόδου.
επίρρ...
ολοκληρωτικώς και -ά
εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοκληρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Νικηφ. Θεοτόκη].