ὁμόσκηνος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσκηνος Medium diacritics: ὁμόσκηνος Low diacritics: ομόσκηνος Capitals: ΟΜΟΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: homóskēnos Transliteration B: homoskēnos Transliteration C: omoskinos Beta Code: o(mo/skhnos

English (LSJ)

ὁ,

   A one living in the same tent, messmate, D.H.1.55,6.74, Men.Prot.p.3D.; cf. ὁμόσκευος.    2 Adj., θλῆθος ἀνδρῶν -ον Max.Tyr.6.4 ; living with, θεὸς ὁ. τῷ πλήθει J.AJ3.8.10.

German (Pape)

[Seite 340] in demselben Zelte wohnend, Zeltgenosse, τινί, D. Hal. 1, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσκηνος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ σκηνῇ διαμένων, ὁμοτράπεζος, Λατ. contubernalis, Διον. Ἁλ. 6. 74. 2) σύνοικος, τινι ὁ αὐτ. 1. 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de tente, compagnon.
Étymologie: ὁμός, σκηνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσκηνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ζει στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλο
αρχ.
1. σύνοικος, συγκάτοικος
2. σύντροφος, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σκηνή.