ὀξυμυρσίνη

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠμυρσίνη Medium diacritics: ὀξυμυρσίνη Low diacritics: οξυμυρσίνη Capitals: ΟΞΥΜΥΡΣΙΝΗ
Transliteration A: oxymyrsínē Transliteration B: oxymyrsinē Transliteration C: oksymyrsini Beta Code: o)cumursi/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = κεντρομυρσίνη, butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144, cf. 1.11, Androm. ap. Gal.13.842, Gal.6.643 ; also called χαμαιμυρσίνη, Plin.HN15.27, 23.165.

German (Pape)

[Seite 353] ἡ, die Stachelmyrte, Diosc.; auch das adj. ὀξυμύρσινος muß vorgekommen sein, da es Plin. lat. braucht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠμυρσίνη: ἡ, ὡς τὸ κεντρομυρσίνη, ἡ ὀξέα φύλλα ἔχουσα μυρσίνη, καλουμένη καὶ χαμαιμυρσίνη, Πλίν. 15, 7., 23. 83.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυμυρσίνη)
βοτ. φυτό που, κατά τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λειριίδες και είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγομηλιά.