ορθότητα

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀρθότης, -ητος) ορθός
1. το να είναι κάτι ορθό, δηλ. αληθές, ακριβές, σωστό (α. «η ορθότητα του συλλογισμού» β. «ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθότης», Πλάτ.)
2. ευθύτητα
αρχ.
1. η όρθια στάση
2. η χρήση της ονομαστικής πτώσης κατά την αφήγηση
3. σταθερότητα.