ὀρχίπεδον
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
τό, in pl.,
A testicles, Ar.Eq.772,Av.443, Pl.956. (From ὄρχις and πέδον, like λακκόπεδον.)
German (Pape)
[Seite 390] τό, gew. int plur., der Hodensack, die Hoden; Ar. Plut. 956; ὀρχίπεδ' ἕλκειν, = ὀρχιπεδάω, Equ. 769 Av. 442; Lob. Phryn. 679.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχίπεδον: [ῐ], τό, ἐν τῷ πληθ. οἱ ὄρχεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 772, Ὄρν. 442, Πλ. 955. (Ἐκ τοῦ ὄρχις καὶ πέδον, ὡς τὸ λακκόπεδον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
région des bourses.
Étymologie: ὄρχις, πέδον.
Greek Monolingual
ὀρχίπεδον, τὸ (Α)
συν. στον πληθ. τὰ ὀρχίπεδα
οι όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (II) + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό-πεδον)].