ὀστολογία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστολογία Medium diacritics: ὀστολογία Low diacritics: οστολογία Capitals: ΟΣΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: ostología Transliteration B: ostologia Transliteration C: ostologia Beta Code: o)stologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A gathering up of bones after the burning of a body, D.S.4.38:—also ὀστο-λόγιον, τό, Lat. ossilegium, Gloss.    II v. ὀστεολογία.

German (Pape)

[Seite 400] ἡ, das Aufsammeln von Knochen, bes. nach Verbrennung des Leichnams, D. Sic. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστολογία: συλλογὴ τῶν ὀστῶν μετὰ τὴν καῦσιν τοῦ σώματος, Διόδ. 4. 38· ― ὡσαύτως ὀστολόγιον, τό, Λατ. ossilegium, Γλωσσ. ΙΙ. πραγματεία περὶ ὀστῶν, Γαλην. 4. 27.

Greek Monolingual

(I)
ὀστολογία, ἡ (Α) οστολόγος
συλλογή οστών μετά την καύση του σώματος.———————— (II)
ὀστολογία, ἡ (Α)
βλ. οστεολογία.