ούλο
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
το (ΑΜ οὖλον)
συν. στον πληθ. τα ούλα
ροδόχρους και παχύς βλεννογόνος με ινώδη στοιχεία στερεά προσκολλημένος στις φατνιακές αποφύσεις τών γνάθων και στην οστέϊνη ουσία τών δοντιών
αρχ.
στον πληθ. πρήξιμο στα ούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. οὖλον (πιθ. < Fολσον ή Fολνον) συνδέεται με το ρ. εἰλῶ (Ι) «πιέζω», λόγω της συμπαγούς μορφής τών ούλων, ή με το εἰλῶ (II) «καλύπτω, προστατεύω, στρέφω, περιτυλίσσω», λόγω του ότι τα ούλα καλύπτουν και προστατεύουν τα δόντια, δεν θεωρείται πιθανή (βλ. λ. είλω)].