οὐλοφυής

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλοφῠής Medium diacritics: οὐλοφυής Low diacritics: ουλοφυής Capitals: ΟΥΛΟΦΥΗΣ
Transliteration A: oulophyḗs Transliteration B: oulophyēs Transliteration C: oulofyis Beta Code: ou)lofuh/s

English (LSJ)

ές, (οὖλος A)

   A rough, raw, undifferentiated, of lumps of earth (τύποι χθονός), Emp.62.4.

German (Pape)

[Seite 414] ές, für ὁλοφυής, ganz im ersten Naturzustande, unausgebildet, Empedocl. 198, vgl. Sturz p. 376 ff.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλοφυής: -ές, (οὖλος Α) ὁ ὅλως ἐν φυσικῇ καταστάσει, Ἐμπεδ. 321, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.

Greek Monolingual

οὐλοφυής, -ές (Α)
αυτός που διατελεί σε εντελώς φυσική κατάσταση, ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (Ι) (βλ. λ. όλος) + -φυής (< φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].