παιδί

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ παιδίον, Μ και παιδίν) παις, παιδός]]
1. άνθρωπος μικρής ηλικίας, ανήλικο αγόρι ή κορίτσι
2. το τέκνο, ο γόνος κάποιου (α. «κι η δόλια μου ματιά θολή
παιδί μου ώρα σου καλή», Βιζυην.
β. «Κύριε, κατάβηθι, πριν ἀποθανεῑν τὸ παιδίον μου», ΚΔ)
3. νεαρός υπηρέτης («έστειλα το παιδί για τα ψώνια»)
4. παροιμ. φρ. α) «του πατέρα του παιδί» ή «τοῡ πατρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στον πατέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
β) «της μάνας του παιδί» ή «τῆς μητρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στη μητέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
νεοελλ.
1. άνθρωπος νεαρής ηλικίας, νεαρός, σε αντιδιαστολή προς τους ηλικιωμένους («τώρα που είσαι παιδί διασκέδαζε όσο μπορείς»)
2. μικρής ηλικίας υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου, παραγιός
3. (διαλεκτ.) αγόρι ή νεαρός, αρσενικό τέκνο, γιος, σε αντιδιαστολή προς το κορίτσι
4. αφελής, απλός και εύπιστος άνθρωπος («μη γίνεσαι παιδί!»)
5. φρ. α) «παιδί μου» — τρυφερή προσφώνηση για έκφραση οικειότητας ή θωπείας και σε ενήλικα άτομα
β) «είναι παιδί της μαμάς» — είναι καλομαθημένος, είναι μαμόθρεφτος
γ) «παιδί του δρόμου» — αλητάκι
αρχ.
1. μικρός δούλος
2. παιδική νόσος, πιθ. οι σπασμοί.