παικτικός

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παικτικός Medium diacritics: παικτικός Low diacritics: παικτικός Capitals: ΠΑΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paiktikós Transliteration B: paiktikos Transliteration C: paiktikos Beta Code: paiktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A playful, sportive, τὸ π. Corn.ND27.

German (Pape)

[Seite 442] zum Spielen, Scherzen gehörig, geneigt, Sp. – Adv. παικτικῶς, zum Scherz, Eust.

Greek Monolingual

παικτικός, -ή, -όν (Α) παικτός
1. αυτός που αγαπάει τα παιχνίδια
2. περιπαικτικός, περιγελαστικός
3. το ουδ. ως ουσ. το παικτικόν
η φιλοπαιγμοσύνη, η περιπαικτικότητα.
επίρρ...
παικτικῶς (Μ)
αστεία, περιπαικτικά, χάριν αστεϊσμού.