πανδάκρυτος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδάκρῡτος Medium diacritics: πανδάκρυτος Low diacritics: πανδάκρυτος Capitals: ΠΑΝΔΑΚΡΥΤΟΣ
Transliteration A: pandákrytos Transliteration B: pandakrytos Transliteration C: pandakrytos Beta Code: panda/krutos

English (LSJ)

ον,

   A all-tearful, ὀδύρματα S.Tr.50.    II all-bewept, most miserable, γένος A.Th.654; βιοτά S.Ph.689 (lyr.); ἐφαμέρων ἔθνη E.Or.976 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 457] allbeweint, von Allen zu beweinen; γένος, Aesch. Spt. 636; ἔθνη ἐφαμέρων, Eur. Or. 974; I. T. 553; – allbeweinend, immer weinend, ὀδύρματα, Soph. Trach. 50; βιοτά, Phil. 691, thränenvoll.

Greek (Liddell-Scott)

πανδάκρῡτος: -ον, πλήρης δακρύων, ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 50. ΙΙ. πανόδυρτος, δυστυχέστατος, γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 654˙ βιοτὴ Σοφ. Φιλ. 690˙ ἐφαμέρων ἔθνη Εὐρ. Ὀρ. 977.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pleuré de tous ou tout à fait déplorable;
2 plein de larmes, douloureux.
Étymologie: πᾶν, δακρύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ' ὀδύρμητα», Σοφ.)
2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ' ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο-δάκρυτος].