πάνεφθος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεφθος Medium diacritics: πάνεφθος Low diacritics: πάνεφθος Capitals: ΠΑΝΕΦΘΟΣ
Transliteration A: pánephthos Transliteration B: panephthos Transliteration C: panefthos Beta Code: pa/nefqos

English (LSJ)

ον,

   A quite boiled; of metals, quite cleansed of dross, κασσίτερος Hes. Sc.208.

German (Pape)

[Seite 459] ganz gekocht; κασσίτερος, ganz von Schlacken geläutert, Hes. Sc. 208.

Greek (Liddell-Scott)

πάνεφθος: [ᾰ], -ον, πάνυ ἐφθός: ἐπὶ μετάλλων, κεκαθαρμένος, τελείως ἀπηλλαγμένος κόνεως, ἀκαθαρσίας κ.τ.τ., πανέφθου κασσιτέροιο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait cuit ; purifié par le feu.
Étymologie: πᾶς, ἑφθός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος
2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)].