πανζουρλισμός
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
Greek Monolingual
ο
1. κατάσταση στην οποία επικρατούν σύγχυση, αταξία και θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ατόμων
2. (κατ' επέκτ.) κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού που εκδηλώνεται με επευφημίες, υστερικές κραυγές και θορύβους, ομαδική υστερία, ομαδική τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ζουρλός + ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].