πανζουρλισμός
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
ο
1. κατάσταση στην οποία επικρατούν σύγχυση, αταξία και θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ατόμων
2. (κατ' επέκτ.) κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού που εκδηλώνεται με επευφημίες, υστερικές κραυγές και θορύβους, ομαδική υστερία, ομαδική τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ζουρλός + ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].