παπάρα
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
η
1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό
2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί
3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα
4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» — όσοι δυσκολεύονται να επιλέξουν τελικά αποτυγχάνουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. popara (< ρ. popariam «ζεματίζω»)].