παράβαση

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

η / παράβασις, Α επικ. τ. παραίβασις, ΝΜΑ παραβαίνω
1. η αθέτηση, η παραβίαση, η μη τήρηση, η μη εκτέλεση του πρέποντος, παρεκτροπή (α. «παράβαση καθήκοντος» β. «τροχαία παράβαση» γ. «παράβασις τοῡ πατρίου νόμου», Ιώσ.)
2. το κύριο χορικό μέρος της αρχαίας αττικής κωμωδίας κατά το οποίο ο χορός άλλαζε θέση προχωρώντας εμπρός και εξέθετε προς τους θεατές γνώμες του ποιητή σχετικά με τα δρώμενα ή σχετικά με οποιοδήποτε θέμα
αρχ.
1. εκφυγή, διαφυγή
2. ελάχιστη μεταβολή
3. παρέκβαση («παράβασίν τινα... ἀπὸ τών ἄλλων τῶν ἐγκυκλίων πεπορισμένου», Στράβ.)
4. εναλλαγή του βήματος κατά το περπάτημα
5. υπερβασία, αυθαιρεσία, παρακοήτέκνα παραβάσεως καὶ ἀργίας», ΠΔ)
6. πλάνη, παραίσθηση.