παξιμάδι

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / παξιμάδιον και παξιμάδιν, ΝΜ
κομμάτι ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές για να αποβάλει όλο του το νερό και να μπορεί έτσι να διατηρείται για περισσότερο καιρό, ο λεγόμενος και διπυρίτης άρτος
νεοελλ.
κοινή ονομασία για το περικόχλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παξιμάδιον < παξαμάδιον (ανομοιωτικά) < παξαμᾶς].