παράγνυμι
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
A fracture at the side or slightly, pf. παρέᾱγα (intr.), Hp. Mochl.40.
German (Pape)
[Seite 474] (s. ἄγνυμι), zerbrechen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράγνυμι: σπάνω εἰς τὸ πλάγιον μέρος ἢ ἐλαφρῶς, Ἱππ. Μοχλ. 866.
Greek Monolingual
Α
θραύω πλαγίως ή ελαφρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].