παραναδύομαι

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραναδύομαι Medium diacritics: παραναδύομαι Low diacritics: παραναδύομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΑΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paranadýomai Transliteration B: paranadyomai Transliteration C: paranadyomai Beta Code: paranadu/omai

English (LSJ)

Med., with aor. 2 and pf. Act.,

   A creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.

German (Pape)

[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.

Greek (Liddell-Scott)

παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.

French (Bailly abrégé)

f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d’auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).