παρατραβώ
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
1. τραβώ υπερβολικά, περισσότερο από όσο πρέπει, παρατεντώνω
2. μτφ. παρατείνω τη χρονική διάρκεια μιας ενέργειας υπερβολικά
3. (αμτβ.) παρατείνομαι υπερβολικά, διαιωνίζομαι, παίρνω πολύ μάκρος
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρατραβηγμένος, -η, -ο
(και σε μτφ. σημ.) αυθαίρετος, υπερβολικός, όχι απόλυτα σωστός («παρατραβηγμένη παρομοίωση»)
5. φρ. «παρατραβώ το σχοινί» — υπερβάλλω, οδηγώ ή εξωθώ στα άκρα.