πάστρα

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

η
1. τέλεια καθαριότητα
2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.)
3. είδος χαρτοπαιγνίου, η ξερή
4. φρ. «τά κάνω πάστρα» — εξαφανίζω τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπάστρα, υποχωρητικά από το ρ. σπαστρεύω / σπαρτεύω (< σπάρτον «θαμνώδες φυτό»), βλ. λ. παστρεύω].