πατρότητα

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

η / πατρότης, ΝΜΑ πατήρ, πατρός]
το να είναι κανείς πατέρας, η ιδιότητα του πατέρα, η κατά φύση σχέση του πατέρα προς τα τέκνα
νεοελλ.
1. (νομ.) η ιδιότητα και σχέση μεταξύ του πατέρα και του τέκνου και τα σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις τα οποία πηγάζουν ή από τη φύση (φυσική πατρότητα) ή από νομική πράξη (ποιητή πατρότητα ή υιοθεσία)
2. μτφ. η ιδιότητα του δημιουργού ή του επινοητή ή του συντάκτη που πρώτος δημιούργησε ή επινόησε ή ανακάλυψε κάτι (α. «η πατρότητα του έργου» β. «η πατρότητα της ιδέας»)
3. φρ. «πατρότητα τέκνου» — η γνησιότητα του τέκνου από την πλευρά του πατέρα, που η απόδειξή της επιδιώκεται με διάφορες μεθόδους και ιδίως με τον προσδιορισμό της ομάδας αίματος του πατέρα, της μητέρας και του τέκνου.