πενταφυής

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταφῠής Medium diacritics: πενταφυής Low diacritics: πενταφυής Capitals: ΠΕΝΤΑΦΥΗΣ
Transliteration A: pentaphyḗs Transliteration B: pentaphyēs Transliteration C: pentafyis Beta Code: pentafuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of five-fold nature : five, ὄνυχες AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 557] ές, von fünffacher Natur, ὄνυχες χερῶν, Philp. 67 (VII, 383), d. i. die fünf Nägel.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰφυής: -ές, ὁ πενταπλοῦς τὴν φύσιν, πέντε, ὄνυχες Ἀνθ. Π. 7. 383.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
quintuple.
Étymologie: πέντε, φύω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πενταπλή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. δι-φυής].