περίκαμψη
From LSJ
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
Greek Monolingual
η / περίκαμψις, -άμψεως, ΝΑ περικάμπτω
1. λύγισμα ολόγυρα, κύρτωση
2. παράκαμψη
3. μτφ. πρόφαση, υπεκφυγή
νεοελλ.
τρόπος κατεργασίας μεταλλικού ελάσματος με τον οποίο δίνεται σε αυτό καμπυλωτό σχήμα με σφυρηλασία ή με πίεση.