περιδιαβάζω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

ΝΜ
1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω
2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ
3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τον ψυχαγωγήσω
4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τον περιγράφω και τον χαρακτηρίζω χλευαστικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραδιαβάζω με αλλαγή του α' συνθετικού. Το ρ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].