περιπόθητος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόθητος Medium diacritics: περιπόθητος Low diacritics: περιπόθητος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: peripóthētos Transliteration B: peripothētos Transliteration C: peripothitos Beta Code: peripo/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A much-beloved, J.AJ16.11.8, Luc.Tim.12, DMort. 9.2, Chor.Proc.8: Comp., App.BC3.4; π. ταλαιπώρημα Secund. Sent.9.

German (Pape)

[Seite 588] sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόθητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, λίαν ποθητός, Λουκ. Τίμ. 12, Νεκρ. Διάλ. 9. 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très désiré ou très désirable.
Étymologie: περί, ποθέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιπόθητος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποθητός (< ποθῶ)].