περισσοσύλλαβος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσοσύλλᾰβος Medium diacritics: περισσοσύλλαβος Low diacritics: περισσοσύλλαβος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: perissosýllabos Transliteration B: perissosyllabos Transliteration C: perissosyllavos Beta Code: perissosu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A with a syllable more, γενική Id.Adv.166.26, St.Byz. s.v. Φλεγύα. Adv. -βως Id. s.v. Ἄβαι, Sch. E.Or.18, etc.

German (Pape)

[Seite 593] mit einer überflüssigen, überzähligen Sylbe, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

περισσοσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη κλίσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περισσοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
βλ. περιττοσύλλαβος.