πετρόβλητος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρόβλητος Medium diacritics: πετρόβλητος Low diacritics: πετρόβλητος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: petróblētos Transliteration B: petroblētos Transliteration C: petrovlitos Beta Code: petro/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A pelted with stones, Phot.    II affected by the stone, νεφροί Id.

German (Pape)

[Seite 606] mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας
2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθό-βλητος].