πηρώ

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

και δωρ. παρῶ, -όω, Α πηρός
1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο, ακρωτηριάζω, σακατεύω, («πεπήρωται τοὺς ὀφθαλμούς», Αριστοτ.)
2. ευνουχίζω («ἐάν παῑδας ὄντας πηρώσῃ τις», Αριστοτ.)
3. παθ. πηροῡμαι
(για ζώα) είμαι ατελής, ελαττωματικός σε κάποιο μέλος ή όργανο («ἡ δέ φώκη ὥσπερ πεπηρωμένον τετράπουν ἐστί», Αριστοτ.)
4. μτφ. καθιστώ κάποιον ανίκανο, ατελή, παραβλάπτω κάποιον («τὴν ἐρωτικήν μοι τέχνην μήτε ἀφέλῃ μήτε πηρώσῃς δι' ὀργήν», Πλάτ.)
5. παθ. είμαι ανίκανος για κάτι («πεπηρωμένος πρὸς καρπογονίαν», Θεόφρ.)
6. βλάπτω ηθικά, ατιμάζω κάποιον
7. παθ. ατιμάζομαι («τὴν οἰκουμένης κορυφὴν ὑπὸ τυράννου βίας περιορᾱσθαι πηρουμένην», Λιβάν.).