πικρίζω

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίζω Medium diacritics: πικρίζω Low diacritics: πικρίζω Capitals: ΠΙΚΡΙΖΩ
Transliteration A: pikrízō Transliteration B: pikrizō Transliteration C: pikrizo Beta Code: pikri/zw

English (LSJ)

   A to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37 ; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.

German (Pape)

[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.

French (Bailly abrégé)

avoir un goût d’amertume.
Étymologie: πικρός.

Greek Monolingual

Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.