πέτσα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. επιδερμίδα, δέρμα
2. λεπτό στρώμα σκληρότερο από το υπόλοιπο υλικό, στην επιφάνεια του οποίου σχηματίζεται (α. «πέτσα της πληγής» — εφελκίδα
β. «πέτσα στο γάλα [ή στην κρέμα]» — κρούστα
γ. «πέτσα του ψωμιού» — η κόρα)
3. φρ. α) «δεν έχω πέτσα» — φέρομαι αδιάντροπα
β) «κάνω πέτσα» ή «πιάνω πέτσα» — σχηματίζω κρούστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pezza].