πιλάφι

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

το, Ν
1. ρύζι βρασμένο και βουτυρωμένο, στεγνό, σπυρωτό, χωρίς ζουμί
2. άνοστο, κακότεχνο λογοτεχνικό, θεατρικό ή άλλο έργο
3. υπαξιωματικός ή αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού με πολυετή θητεία
4. φρ. «τά έκανες πιλάφι» — τά ανακάτεψες, προκάλεσες σύγχυση από αδεξιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pilav].