πιλάφι
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. ρύζι βρασμένο και βουτυρωμένο, στεγνό, σπυρωτό, χωρίς ζουμί
2. άνοστο, κακότεχνο λογοτεχνικό, θεατρικό ή άλλο έργο
3. υπαξιωματικός ή αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού με πολυετή θητεία
4. φρ. «τά έκανες πιλάφι» — τά ανακάτεψες, προκάλεσες σύγχυση από αδεξιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pilav].