πίλεος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίλεος Medium diacritics: πίλεος Low diacritics: πίλεος Capitals: ΠΙΛΕΟΣ
Transliteration A: píleos Transliteration B: pileos Transliteration C: pileos Beta Code: pi/leos

English (LSJ)

ὁ, (πῖλος) = Lat.

   A pileus, cj. in Plb.30.18.3 ; cf. πιλίον.

German (Pape)

[Seite 615] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πίλεος: ὁ, (πῖλος) Λατ. pileus, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πίλος, το κάλυμμα της κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pil(l)eus «πίλος, τσόχινο καπέλο» (βλ. λ. πίλος)].