πινακωτή

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. σανίδα με χωρίσματα ὁπου τοποθετείται το ψωμί για να μεταφερθεί στον φούρνο
2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού με επανάληψη της φράσης πινακωτή πινακωτή, απ' τ' άλλο μου τ' αφτί γιατί 'ναι ημάννα μου κουφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. πινακωτός< πινάκι(ον) + κατάλ. -ωτός].