πινακωτή
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
η, Ν
1. σανίδα με χωρίσματα ὁπου τοποθετείται το ψωμί για να μεταφερθεί στον φούρνο
2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού με επανάληψη της φράσης πινακωτή πινακωτή, απ' τ' άλλο μου τ' αφτί γιατί 'ναι ημάννα μου κουφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. πινακωτός< πινάκι(ον) + κατάλ. -ωτός].