πίστα
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
η, Ν
1. επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες
2. επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας κατάλληλος για χορό
3. ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ή ποδηλάτων
4. κατάλληλα διαμορφωμένο τμήμα αεροδρομίου για την τροχοδρόμηση τών αεροπλάνων
5. ειδικός χώρος σε χιονισμένο βουνό για τη διεξαγωγή χιονοδρομιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. piste < λατ. pisto «κοπανίζω»].