πλάτιγξ
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ἡ,
A = πλάτη 1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, = πλάτη, Lob. Phryn. p. 72; auch πλάτυγξ geschr., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτιγξ: ἡ, = πλάτη, «πλάτιγξ· τῆς κώπης τὸ ἄκρον ᾧ πλήσσεται τὸ ὕδωρ» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το πλατύ και επίπεδο μέρος του κουπιού, η πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. πλατύς με εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στήρ-ιγξ, στρόφ-ιγξ)].