πληθώρα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθώρα Medium diacritics: πληθώρα Low diacritics: πληθώρα Capitals: ΠΛΗΘΩΡΑ
Transliteration A: plēthṓra Transliteration B: plēthōra Transliteration C: plithora Beta Code: plhqw/ra

English (LSJ)

Ion. πληθώρ-η, ἡ,

   A fullness, π. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt. 2.173, 7.223.    II fullness, satiety, Hp.Acut.37; εὐπρηξίης Hdt.7.49: pl., Iamb.Protr.21.κβ.    III Medic., repletion of blood or humours, fullness of habit, plethora, Gal.10.891, Alex.Aphr.Pr.2.10.

Greek Monolingual

η,ΝΜΑ
μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων»)
νεοελλ.
ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου του αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση της μάζας του πλάσματος ή από αύξηση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων
αρχ.
1. ιατρ. αύξηση του αίματος ή τών χυμών σε ολόκληρο το σώμα ή σε ένα μέλος του
2. κορεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. πλη- του πίμ-πλη-μι με μόρφημα -θ- (βλ. λ. πλήθω) και εμφανίζει το επίθημα,-ωρᾶ / -ωρη τών τ. ἀλε-ωρή, ἐλπ-ωρή, θαλπ-ωρή (με διαφορά στον τονισμό), το οποίο πιθ. προέρχεται από το επίθημα -ωλός / -ωλή, με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].