ποιμνήϊος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμνήϊος Medium diacritics: ποιμνήϊος Low diacritics: ποιμνήϊος Capitals: ΠΟΙΜΝΗΪΟΣ
Transliteration A: poimnḗïos Transliteration B: poimnēios Transliteration C: poimniios Beta Code: poimnh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. Adj.

   A of a flock or herd, σταθμός, σηκός, Il.2.470, Hes.Op.787.

German (Pape)

[Seite 651] ion. statt des ungebr. ποιμνεῖος, zum Hirten, zur Heerde gehörig, von der Heerde; σταθμός, σηκός, Il. 2, 470 Hes. op. 789.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui concerne les troupeaux ou un troupeau.
Étymologie: ποίμνη.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α
(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].