πλινθοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
(parox.), ον,
A carrying bricks, Ar. Av.1134: as Subst., PSI6.672.5 (iii B.C.), etc. 2 πλινθοφόρος, ἡ, name of a coin (cf. κιστοφόρος 11), Inscr.Délos461Bb49 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 637] Ziegel tragend, Ar. Av. 1134.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθοφόρος: -ον, ὁ φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, φέρω, «κουβαλῶ» πλίνθους, αὐτόθι 1142, 1149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des briques, manœuvre ; titre d’une comédie de Diphile.
Étymologie: πλίνθος, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθοφόρος
τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλινθοφόρος
ονομασία νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο-φόρος.