πολυφροσύνη
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἡ,
A fullness of understanding, great shrewdness, Hdt.2.121.ζ, Democr.40: pl., Thgn.712.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, Verstand, Klugheit; Her. 2, 121, 6; im plur., Theogn. 712.
Greek (Liddell-Scott)
πολυφροσύνη: ἡ, πολλὴ σκέψις, φρόνησις, μεγάλη εὐφυΐα, Ἡρόδ. 2. 121, 6· ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 712.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
prudence, habileté.
Étymologie: πολύφρων.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολύφρων
1. πολλή σύνεση, φρόνηση
2. μεγάλη αντίληψη, ευφυΐα.