πορτοκαλιά
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
και πορτοκαλέα, η, Ν βοτ.
κοινή ονομασία του αειθαλούς φυτικού είδους Citrus sinensis του γένους κίτρο, της οικογένειας ρουτίδες, που ανήκει στα εσπεριδοειδή, μικρό δέντρο που καλλιεργείται για τον εξαιρετικά εύγευστο και ωφελιμότατο καρπό του, το γνωστό πορτοκάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. πορτοκάλι + κατάλ. -έα / -ιά (< πρβλ. μουρέα / μουριά: μούρο)].