πορτοκαλιά

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source

Greek Monolingual

και πορτοκαλέα, η, Ν βοτ.
κοινή ονομασία του αειθαλούς φυτικού είδους Citrus sinensis του γένους κίτρο, της οικογένειας ρουτίδες, που ανήκει στα εσπεριδοειδή, μικρό δέντρο που καλλιεργείται για τον εξαιρετικά εύγευστο και ωφελιμότατο καρπό του, το γνωστό πορτοκάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. πορτοκάλι + κατάλ. -έα / -ιά (< πρβλ. μουρέα / μουριά: μούρο)].